ὑπέπινες

ὑπέπινες
ὑπέπῑνες , ὑποπίνω
drink a little
imperf ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κραιπαλώ — (Α κραιπαλῶ, άω) [κραιπάλη] είμαι μεθυσμένος, διατελώ σε κατάσταση μέθης («ἐξῆλθε κραιπαλῶν εἰς τὸ στάδιον», Πολ.) νεοελλ. διάγω ακόλαστο βίο, ασωτεύω αρχ. 1. έχω πονοκέφαλο μετά από υπερβολικό μεθύσι («ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”